ὑδαρῶς

ὑδαρῶς
ὑδαρής
watery
adverbial (attic epic doric)
ὑδαρός
in de An.
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδαρώς — ΜΑ επίρρ. βλ. υδαρής …   Dictionary of Greek

  • υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”